- εξομοιωτικός
- η , ό[ν]1) придающий сходство; 2) уподобляющий, приравнивающий, отождествляющий; 3) грам, ассимилирующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξομοιωτικός — ή, ό (AM ἐξομοιωτικός, ή, όν) [εξομοίωση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξομοίωση … Dictionary of Greek
εξομοιωτικός — ή, ό επίρρ. ά που εξομοιώνει, που αποβλέπει ή συμβάλλει στην εξομοίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξομοιωτικῆς — ἐξομοιωτικός causing similitude fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξομοιωτική — ἐξομοιωτικός causing similitude fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξομοιωτικήν — ἐξομοιωτικός causing similitude fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)